μισθοφορικοῦ

μισθοφορικοῦ
μισθοφορικός
mercenary
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουκελλάριοι — βουκελλάριοι, οι (Μ) ονομασία μισθοφορικού στρατιωτικού σώματος που το συγκροτούσαν βυζαντινοί και ξένοι στρατιώτες και προσέφερε τις έμμισθες υπηρεσίες του στον στρατό της Αυτοκρατορίας ή σε μεγάλους γαιοκτήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. buccellarii …   Dictionary of Greek

  • μέμνων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς. Την περίοδο του Τρωικού πολέμου προσέφερε βοήθεια στον θείο του Πρίαμο (αδερφός του Τιθωνού από τον Λαομέδοντα). Σύμφωνα με τη Μικρή Ιλιάδα …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δεφλόρ, Ρογήρος — (13ος αι.). Αρχηγός του μισθοφορικού σώματος της Καταλανικής Εταιρείας, η οποία προσκλήθηκε από τους Βυζαντινούς με σκοπό να καταπολεμήσει τους Τούρκους που λεηλατούσαν τη Μικρά Ασία. Ήταν γιος Γερμανού ευπατρίδη. Ως κυβερνήτης σε σκάφος, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Κλέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (450; – 401 π.Χ.). Διετέλεσε πολλές φορές ναύαρχος των Λακεδαιμονίων κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 403 διορίστηκε αρμοστής της πόλης του Βυζαντίου. Η… …   Dictionary of Greek

  • Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… …   Dictionary of Greek

  • Μένων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής από τη Λάρισα της Θεσσαλίας (5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του σοφιστή Γοργία, τον οποίο γνώρισε στη Λάρισα και κατόπιν τον ακολούθησε στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά του. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου,… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Στράβαξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Σαμίππου Μολόσσου από την Ηλεία και πολλά άλλα έργα. Ο Σ. ήταν χαλκοπλάστης. 2. Αθηναίος στρατηγός μισθοφορικού στρατού στον Κορινθιακό πόλεμο (395 387… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”